- καθεστήριον
- καθεστήριον, τό,A guest-room of a monastery, PMasp.110.36 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καθεστήριον — καθεστήριον, τὸ (Μ) [καθέξομαι] πάπ. διαμονητήριο, ξενώνας μοναστηριού … Dictionary of Greek
καθεστήριον — guest room neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεστηρίου — καθεστήριον guest room neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)